καρτερός

καρτερός
καρτερός
1 mighty, powerful of persons,

ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 [καρτερὸς (codd.: κραταιὸς Er. Schmid) N. 4.25]

ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

of things,

πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112

καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν ἔστω ΖεὺςP. 4.166

ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας I. 7.10

ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν (καρτερᾶν μεριμνᾶν coni. Bergk) I. 8.12

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρτερός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • καρτερά — καρτερός strong neut nom/voc/acc pl καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc/acc dual καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερώτερον — καρτερός strong adverbial comp καρτερός strong masc acc comp sg καρτερός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερωτάτων — καρτερός strong fem gen superl pl καρτερός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερόν — καρτερός strong masc acc sg καρτερός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερώτατα — καρτερός strong adverbial superl καρτερός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερώτατον — καρτερός strong masc acc superl sg καρτερός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτεραῖς — καρτερός strong fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτεραί — καρτερός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτεροί — καρτερός strong masc nom/voc pl καρτερόω strengthen pres subj mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres ind mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”